- προσπορισμός
- ο1) добывание, приобретение дополнительно; 2) извлечение (дополнительной выгоды и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσπορισμός — ο, Ν [προσπορίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπορίζω, η επί πλέον απόκτηση, η πρόσκτηση … Dictionary of Greek
προσπορισμός — ο η πράξη και το αποτέλεσμα του προσπορίζω, η παροχή, η προμήθεια, ο εφοδιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεύρεση — η (AM ἐξεύρεσις) [εξευρίσκω] επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης») νεοελλ. η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης») αρχ. 1. αναζήτηση 2. εφεύρεση … Dictionary of Greek
προσπόρισμα — το, ΝΑ [προσπορίζω] νεοελλ. προσπορισμός αρχ. πόρισμα, συμπέρασμα … Dictionary of Greek
εξεύρεση — η 1. η εύρεση ύστερα από αναζήτηση, ο προσπορισμός: Εξεύρεση μέσων. 2. επινόηση, σύλληψη ιδέας, εφεύρεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)